- κολπικός
- vaginal
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κολπικός — ή, ό 1. ανατ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόλπο τής γυναίκας («κολπική εξέταση») β) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραρρινικό κόλπο 2. (ιατρ. φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κόλπους τής καρδιάς («κολπική μαρμαρυγή»).… … Dictionary of Greek
κολπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόλπο της γυναίκας: Της έκανε κολπική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
αιδοιοκολπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο αιδοίο και τον κόλπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιδοίο + κολπικός] … Dictionary of Greek
κυστεοκολπικός — ή, ό ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουροδόχο κύστη και στον κόλπο («κυστεοκολπικό συρίγγιο» συρίγγιο με το οποίο επικοινωνεί η ουροδόχος κύστη με τον κόλπο). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυστε(ο)* + κολπικός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου,… … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
ορθοκολπικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ορθό και στον κόλπο 2. φρ. α) «ορθοκολπικό διάφραγμα» ανατ. το διάφραγμα που σχηματίζεται από τα σημεία επαφής ορθού και κόλπου β) «ορθοκολπικό συρίγγιο» ιατρ. μόνιμη παθολογική επικοινωνία μεταξύ ορθού… … Dictionary of Greek